Monday, October 24, 2011

Ανάµεσα στην Ευρώπη και στη µοναξιά

του Αντώνη Μανιτάκη
ΤΟ ΒΗΜΑ, 23/10/2011

Είναι ηλίου φαεινότερον ότι η Ελλάδα βρίσκεται υπό καθεστώς περιορισµένης δηµοσιονοµικής κυριαρχίας και ότι τελεί, για την ακρίβεια, υπό καθεστώς αυστηρής, ευρωπαϊκής, δηµοσιονοµικής επιτήρησης, λόγω υπερβολικού δηµόσιου χρέους και δηµοσιονοµικού ελλείµµατος. Oπως είναι, επίσης, γεγονός αναµφισβήτητο ότι η δανειακή εξάρτηση της Ελλάδας τόσο από τους ιδιώτες-δανειστές της (από τις αγορές) όσο και από τους δηµόσιους διεθνείς δανειστές της (χώρες ευρωζώνης και ∆ΝΤ) συνεπάγεται, αναπόφευκτα, σοβαρούς, πραγµατικούς, περιορισµούς στην άσκηση της κυριαρχίας της.
Γι’ αυτό και δεν βλέπω τι χειρότερο και τι επαχθέστερο από αυτό που ζούµε εδώ και δύο χρόνια πρόκειται να φέρουν στη χώρα µας η προαναγγελθείσα τροποποίηση των ευρωπαϊκών συνθηκών στις 23 Οκτωβρίου και η εγκαθίδρυση ενδεχοµένως ενός υπουργού των Οικονοµικών στην ΕΕ, καθώς και ενός είδους αυστηρής προληπτικής και κατασταλτικής επιτήρησης της δηµοσιονοµικής πολιτικής και του προϋπολογισµού των χωρών, ειδικά των υπερχρεωµένων όπως η δική µας. ∆ιότι, αλήθεια, τι προέχει, εκεί που φτάσαµε σήµερα, και τι είναι πιο σηµαντικό για την ίδια την ταπεινωµένη κυριαρχία µας και την εθνική µας υπερηφάνεια: η αποφυγή περιορισµών στην εθνική µας κυριαρχία ή η µακροπρόθεσµη απεξάρτηση της οικονοµίας µας από τα δόκανα των αγορών και από τις ανάλγητες απαιτήσεις των δανειστών µας; Τι να την κάνω την απόλυτη εξουσία αυτοπροσδιορισµού της συλλογικής µου µοίρας, όταν δεν µπορώ και δεν ξέρω να τη διαχειριστώ µόνος µου; Και γιατί συνιστά απεµπόληση της εθνικής µας κυριαρχίας η αποδοχή περιορισµών στη δηµοσιονοµική µας κυριαρχία, όταν οι περιορισµοί αυτοί αντισταθµίζονται από τη συµµετοχή µας, στο µέτρο των δυνάµεών µας, στην άσκηση µιας συλλογικής και επιµερισµένης οικονοµικής κυριαρχίας σε ένα ευρύτερο οικονοµικό σύνολο, όπως είναι η ευρωζώνη; Τι υπηρετεί καλύτερα και αποτελεσµατικότερα την εθνική ανεξαρτησία µας – αφού περί αυτού συνεχώς τυρβάζουµε: η επιδίωξη της οικονοµικής ισχύος και ευρωστίας της χώρας µας µέσα στην Ευρώπη υπό την κηδεµονία έστω της πανίσχυρης Γερµανίας ή η παράδοσή της µόνης και έρηµης, αλλά εθνικά υπερήφανης, στη βορά των ανεξέλεγκτων αγορών;
Αυτό που λησµονούµε είναι ότι όταν ενταχθήκαµε, πριν από δέκα χρόνια στην ΟΝΕ, και δεχθήκαµε ως νόµισµα το ευρώ, αποδεχθήκαµε την οριστική εκχώρηση και άρα απώλεια της νοµισµατικής µας κυριαρχίας. Μαζί εποµένως µε την κατάργηση της δραχµής, ως εθνικού νοµίσµατος, συµβόλου εθνικής κυριαρχίας, απωλέσαµε και τη δυνατότητα, νοµική και πραγµατική, να ασκούµε δική µας νοµισµατική πολιτική, δηλαδή εθνική πολιτική τιµών και εισοδηµάτων, καθώς και συναλλαγµατική πολιτική µε τη δυνατότητα υποτίµησης ή ανατίµησης της δραχµής. Λίγοι είχαν κλάψει τότε για τη θυσία της δραχµής µπροστά στα ασύγκριτα µεγαλύτερα από την απώλεια της νοµισµατικής µας κυριαρχίας προσδοκώµενα οικονοµικά οφέλη.
Παράλληλα όµως µε την απώλεια της νοµισµατικής µας κυριαρχίας είχαµε αποδεχθεί, ως χώρα, µέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών, και περιορισµούς στην άσκηση της δηµοσιονοµικής µας κυριαρχίας και είχαµε αναλάβει, επιπλέον, τη δέσµευση να συντονίζουµε την οικονοµική µας πολιτική µε εκείνη των άλλων χωρών της ΕΕ. Τέλος, µε την αποδοχή του Ευρωπαϊκού Συµφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από τα τέλη ήδη της δεκαετίας του ’90 είχαµε αναλάβει από τότε διεθνή, συµβατική υποχρέωση να τηρούµε οικονοµική πολιτική λιτότητας και µειωµένου ελλείµµατος.
Ολα αυτά συνιστούσαν βέβαια και επέφεραν σοβαρούς, νοµικούς, περιορισµούς σε αυτό που καταχρηστικά ονοµάζουµε «οικονοµική κυριαρχία». Φαίνεται πως τα είχαµε ξεχάσει όταν ήλθε η τρόικα και µας εξανάγκασε να κάνουµε βίαια και ανάλγητα όσα δεν κάναµε χρόνια τώρα ως µέλη της ευρωζώνης. Η Ελλάδα δεν είναι σήµερα, τυπικά, λιγότερο κυρίαρχη από όσο ήταν τότε που µπήκε στην ΟΝΕ και κύρωνε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, εκχωρώντας τη νοµισµατική και δηµοσιονοµικής της κυριαρχία.
Αλλά και αν γυρίζαµε ακόµη πιο πίσω και συγκρίναµε τη νοµισµατική κυριαρχία που είχε η Ελλάδα ή θα είχε η ίδια ως χώρα της δραχµής µε αυτήν που έχει ως µέλος του ευρώ, πιστεύω πως σίγουρα η νοµισµατική «συγκυριαρχία» που ασκεί σήµερα µέσα στην ΟΝΕ, έστω και περιορισµένη πραγµατικά, λόγω της µικρής της ισχύος και της υπερχρέωσής της, είναι ασύγκριτα ισχυρότερη από εκείνη που είχε ή που θα είχε ή θα έχει αν, ο µη γένοιτο, επιστρέψει στην κυριαρχία του εθνικού νοµίσµατος.
Ας αποφασίσουµε, επιτέλους, τι προτιµάµε: µια ρακένδυτη ουσιαστικά αλλά πλήρη τυπικά κυριαρχία ή µια ανθηρή οικονοµικά αλλά περιορισµένη τυπικά κυριαρχία.
Ξέρω ότι το ιδεώδες θα ήταν να µη χρειαζόταν να απαντήσουµε σε αυτό το δίληµµα. Αυτό όµως προϋποθέτει την ιστορική προοπτική µιας άλλης Ευρώπης µε ριζικά διαφορετική οικονοµική πολιτική. Μια άλλη νοµισµατική και δηµοσιονοµική πολιτική, η οποία δεν είναι όµως δυνατόν να επιτευχθεί παρά µόνον αν συντονιστούν και συνεργήσουν οι λαοί και οι κυβερνήσεις της Ευρώπης. Η ριζική αλλαγή της οικονοµικής πολιτικής είναι το ζητούµενο και επιδιωκόµενο, µόνο που αυτή δεν µπορεί πια να επιτευχθεί, όπως τη δεκαετία του ’60, σε εθνικό επίπεδο αλλά µόνο σε ευρωπαϊκό. Αυτός είναι ο ορίζοντας της εθνικής µας µοίρας. Ας το συνειδητοποιήσουµε, αν θέλουµε να είµαστε, πράγµατι, κύριοι της µοίρας µας. Εχουµε να επιλέξουµε ανάµεσα σε µια µοναχική και ρακένδυτη εθνική κυριαρχία και σε µια περιορισµένη συγκυριαρχίαστην Ευρώπη.

Saturday, October 15, 2011

Οι δύο χρόνοι που τρέχουν

Η χώρα έχει παγιδευτεί στα δίχτυα της διεθνούς κρίσης και της εθνικής αυτοδιάλυσης
Του Γιάννη Βούλγαρη
ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Στην Ελλάδα τρέχουν σήμερα δύο χρόνοι: ο χρόνος της εθνικής αυτοδιάλυσης και ο χρόνος της αργής ανασύνταξης. Ο πρώτος χρόνος μετρά όσα ζούμε αυτές τις μέρες. Καταστάσεις οξύμωρες: οι συνδικαλιστές της ΑΔΕΔΥ καταλαμβάνουν τα υπουργεία για «να διώξουν» την τρόικα, από την οποία εξαρτάται ο μισθός τους. Σε δεύτερη ανάγνωση όμως, εικονογραφούν απλώς το σημερινό ελληνικό αδιέξοδο καθώς η χώρα έχει παγιδευτεί στα δίχτυα της διεθνούς κρίσης και της εθνικής αυτοδιάλυσης. Η Ελλάδα ευνοήθηκε ώς πρόσφατα από την παγκόσμια αλληλεξάρτηση και την ευρωπαϊκή ενοποίηση καθώς κινήθηκε από την περιφέρεια στο κέντρο της ευρωπαϊκής διαδικασίας με ό, τι αυτό σήμαινε για την εθνική ασφάλεια, την οικονομική ανάπτυξη και τη σταθεροποίησης της δημοκρατίας. Σήμερα ζει τις ίδιες εξελίξεις επώδυνα, βρισκόμενη στο χείλος της κατάρρευσης, περιμένοντας και πάλι την αναγκαία για την επιβίωσή της ενίσχυση «από τους ξένους», έναντι των οποίων διαθέτει μηδαμινή διαπραγματευτική δύναμη. Ακόμα μικρότερη είναι η πίεση που οι συνδικαλιστές της ΑΔΕΔΥ μπορούν να ασκήσουν στην τρόικα. Οσο για διεκδικήσεις από το εθνικό Δημόσιο Ταμείο βρισκόμαστε στο «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Εχει διαμορφωθεί έτσι ένα θανατηφόρο μείγμα: η εθνική αδυναμία οδηγεί τις συντεχνίες στον παροξυσμό και ο συντεχνιακός παροξυσμός ενισχύει με τη σειρά του την εθνική αδυναμία σε έναν φαύλο κύκλο έτοιμο να εκραγεί. Τούτο το μείγμα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοκαταστροφική λύση της επιστροφής στη δραχμή. Ως μη εμπρόθετο αποτέλεσμα, όπως λένε οι κοινωνικές επιστήμες, όταν αναλύουν τις περιπτώσεις εκείνες που οι δράσεις των επιμέρους ομάδων παράγουν ένα συνολικό αποτέλεσμα το οποίο καμία από αυτές δεν θα επέλεγε συνειδητά. Σωστά η πλειοψηφία της κοινωνίας απεύχεται μια τέτοια προοπτική γιατί βραχυχρόνια θα μετατραπούμε σε ζούγκλα και μακροπρόθεσμα σε ένα κράτος - παρία με αδύναμη οικονομία και μόνιμη γεωπολιτική ανασφάλεια σε έναν κόσμο που θα συνεχίζει να παγκοσμιοποιείται και να ενοποιείται «δίχως να κοιτάζει τη δικιά μας μελαγχολία».
Χρειάζεται να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο και ο χρόνος στην κλεψύδρα λιγοστεύει. Για να το κάνουμε χρειάζεται να ξεκινήσουμε από μια σκληρή αλλά ρεαλιστική διαπίστωση για την επόμενη (ας πούμε) δεκαετία. Θα είναι μία περίοδος λιτότητας, υψηλής ανεργίας και χαμηλότερου βιοτικού επιπέδου. Ακόμα και αν επαληθευτεί το καλύτερο για μας σενάριο, η Ελλάδα θα κάνει χρόνια να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Η προοπτική της ανάκτησης εξαρτάται από τη βελτίωση της παραγωγικότητας της οικονομίας, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές. Αυτός ο σκοτεινός ορίζοντας των μεσοπρόθεσμων προσδοκιών θα αναπροσαρμόσει τις ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές, δράσεις και νοοτροπίες. Προς το παρόν η χώρα ζει και δρα με την ψευδαίσθηση, αν όχι τη συνειδητή αυταπάτη, ότι η απώλεια είναι πρόσκαιρη. Γι' αυτό, παρά το βάθος της κρίσης, τα σπέρματα του νέου είναι ελάχιστα είτε κοιτάξουμε την πολιτική είτε την κοινωνία και την τέχνη. Σαν αυτή η χώρα να απώλεσε τα τελευταία χρόνια συσσωρευτικά κάτι βαθύτερο: τη διάθεση να λογαριαστεί με τα δύσκολα, τη ροπή στην αλλαγή, την ικανότητα αναστοχασμού.
Κι όμως, σε δέκα χρόνια η κρίση θα έχει περάσει και η ελληνική οικονομία θα έχει ορθοποδήσει. Κι αυτή η πιθανότητα αποτελεί τη δεύτερη, αισιόδοξη αυτή τη φορά, αφετηρία. Αν καταφέρουμε να αναποδογυρίσουμε τον χρόνο και κοιτάξουμε τον εαυτό μας από το μέλλον στο παρόν, θα μπορέσουμε να οργανώσουμε καλύτερα την πορεία από τα χαλάσματα στην ανασυγκρότηση. Γιατί τα στοιχήματα είναι μεγάλα: ποιο θα είναι το πρόσωπο της Ελλάδας τότε; Πόση διεθνή αξιοπιστία θα έχει ανακτήσει; Ποια κοινωνική συνοχή, ποιον πνευματικό δυναμισμό θα έχει; Ποιοι θα έχουν πληρώσει τι και πώς;
Οι νέες πολιτικές, κοινωνικές, συνδικαλιστικές και πνευματικές ηγεσίες θα αναδειχτούν από αυτή τη διαδικασία και από τις απαντήσεις σε τέτοιες ερωτήσεις. Θα ξεχωρίσουν όσοι και όσες θα μπορέσουν μέσα στη σημερινή παραζάλη να βρουν τη στιγμή και τη δύναμη να βγάλουν για λίγο το κεφάλι έξω από το νερό και να στοχαστούν την προοπτική της επόμενης δεκαετίας, δείχνοντας μονοπάτια και ορόσημα προς το μέλλον. Στην αποστολή τους αυτή έχουν συνομιλητή και κριτή μια κοινωνική πλειοψηφία που συνειδητά ή ενστικτωδώς προσβλέπει ακόμα σε μια μοντέρνα Ελλάδα στο πλαίσιο της Ευρώπης. Μια πλειοψηφία παραζαλισμένη όμως, η οποία ενώ συνδυάζει στο νοητικό επίπεδο συνειδητά ή ενστικτωδώς, το εθνικό συμφέρον με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, πολιτικά φλερτάρει με συμπεριφορές που στην κατάληξή τους θα οδηγήσουν στην περιθωριοποίηση της χώρας. Αν όμως αυτή η πλειοψηφία εμπνευστεί και βρει σημεία αναφοράς, θα κινηθεί για να προστατεύσει τον εαυτόν της και την κοινωνία από την αυτοδιάλυση.
Αυτό το κοινό κοινωνικό αίσθημα ξέρει τι περιμένει. Να συνθέσουμε τα υπολείμματα κυριαρχίας που μας έχουν μείνει σε ένα εθνικό σχέδιο ανόρθωσης που διευρύνει συνεχώς το περιθώριο αυτονομίας σε συνεργασία και όχι σε μετωπική σύγκρουση με τους ευρωπαίους εταίρους. Μόνο έτσι θα περισώσουμε το πολυτιμότερο σήμερα ηθικό - ιδεολογικό εφόδιο για την κοινωνική συνοχή και αντοχή: τον πατριωτισμό και την εθνική αξιοπρέπεια.
Ξέρει τι δεν περιμένει: ότι η κυβερνητική εναλλαγή θα προσφέρει λύση στο πρόβλημα. Γι' αυτό ενθαρρύνει την ευρύτερη πολιτική συνεννόηση με οποιαδήποτε μορφή. Ενστικτωδώς καταλαβαίνει ότι είναι το αναγκαίο πλαίσιο για να υπάρξει αυτή η στιγμή της πολιτικής περίσκεψης και της στρατηγικής όρασης, που χάνεται στην καθημερινή βοή του μικροκομματισμού. Και δεν καταλαβαίνει γιατί σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να συμπέσει π.χ. στην καθιέρωση ενός νέου φορολογικού καθεστώτος, στην εκ βάθρων αλλαγή του φοροεισπρακτικού μηχανισμού ή στην πολυσυζητημένη απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας.
Ξέρει τι θέλει. Να υψώσει η Πολιτεία παράπλευρα φράγματα που θα αφήνουν τη διαμαρτυρία και την αγανάκτηση να κυλά στο μεταξύ, χωρίς όμως η βαρβαρότητα και η ανομία να κατακλύζουν την κοινωνία και τη ζωή μας. Η μεταπολιτευτική «κουλτούρα της διεκδίκησης» δεν παράγει πλέον ενεργούς πολίτες αλλά δυνάστες και εσχάτως νέους «ανθρωποφύλακες» όπως είδαμε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Χρειαζόμαστε ένα ανασυγκροτημένο συνδικαλιστικό κίνημα και συνδικαλιστές ηγέτες με διαφορετική νοοτροπία.
Ξέρει τι δεν θέλει: να συμβιώνει αδιάφορα με την εξαθλίωση που παράγει στα αστικά κέντρα, ιδίως στο Κέντρο της Αθήνας, η αύξουσα κοινωνική περιθωριοποίηση. Θα έβλεπε με ελπίδα οργανωμένες τοπικές παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες (ένα fast track κοινωνικής πρόνοιας, όπως εύστοχα έγραφε ο Κωστής Παπαϊωάννου, «ΤΑ ΝΕΑ» 13-10-2011).
Ξέρει τι κατά βάθος επιζητεί: ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που θα αυξήσει την παραγωγικότητα της οικονομίας, ένα νέο κράτος πρόνοιας που θα ανταποκρίνεται στις επιδεινούμενες συνθήκες της υψηλής ανεργίας και της αυξημένης φτώχειας. Επιζητεί να δει ένα τέλος στις περικοπές χωρίς πολιτική και περιμένει μια πρόταση καταμερισμού σε βάθος χρόνου των αναπόφευκτων θυσιών με κοινωνική δικαιοσύνη και διαφάνεια. Ποιος χάνει τι, ποιος κερδίζει τι και άρα πόσο συνεισφέρει. Ο μεταπολιτευτικός κρατισμός έχει απαξιωθεί, αλλά υπάρχει συνείδηση ότι χωρίς καλύτερο κράτος και αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση η ελληνική επιχειρηματικότητα δεν θα καταφέρει να τραβήξει το κάρο.
Στην Ελλάδα τρέχουν σήμερα δύο χρόνοι: ο χρόνος της εθνικής αυτοδιάλυσης και ο χρόνος της αργής ανασύνταξης. Το θέμα είναι ποιος θα κερδίσει.

I dont live here any more - Nees Morfes art gallery - Opening 26FEB2008

I dont live here any more - Nees Morfes art gallery - Opening 26FEB2008


i don't live here anymore - 23FEB2008

i don't live here anymore - 23FEB2008
many thanks to: Giannis Skaltsas, Giannis Messinis, Giannis Pilouris, Leonidas Karabinis, Thanos Klonaris, Dimitris Baboulis, Fanis Vlastaras and Maria Glyka for the help.